ματορέσσα

ματορέσσα
η
η αιμορραγία («μεγάλη 'ματορέσσα νὰ σέ πλακώσει βούβαλε!», Φορτουν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αι)ματορούσα με επίδραση τής ιταλ. κατάλ. -essa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”